Για άλλους ήταν έκπληξη, για κάποιους άλλους αναμενόμενη η είσοδος των πολιτικών επιγόνων της «Χρυσής Αυγής» υπό τον μανδύα άλλου κόμματος: των «Σπαρτιατών».
Έκπληξη και οργή προκάλεσε σε όλους όσοι πίστευαν ότι με νομικές απαγορεύσεις επιλύεις ένα πρόβλημα. Η κοροϊδία δεν χωνεύεται εύκολα και η είσοδος των φασιστών υπό «Λακεδαιμονική» ενδυμασία προκαλεί, ιδίως όταν ο ίδιος ο έγκλειστος στις φυλακές Κασιδιάρης πανηγύριζε για τη νίκη και την προσωπική του «δικαίωση» και οι εκπρόσωποι του συγκεκριμένου κόμματος τον ευχαριστούσαν για τη «στήριξη». Την ίδια ώρα, όσοι θυμούνται ότι η «Χρυσή Αυγή» – ούσα κατηγορούμενη ως εγκληματική οργάνωση – απέσπασε το 2019, το 2,94% των ψήφων δεν θεωρούσαν δύσκολο εγχείρημα την υπέρβαση του 3%. Και φυσικά δεν πίστευαν ότι με νομικές απαγορεύσεις ξεμπερδεύεις με φασιστικά μορφώματα.
Τα ερωτήματα που δημιουργήθηκαν, όμως, είναι πολλά. Μπορούν τα κόμματα του περιώνυμου «δημοκρατικού τόξου» να ζητήσουν εκ των υστέρων την ακύρωση της συμμετοχής στις εκλογές των «Σπαρτιατών»; Μπορεί ένας μεμονωμένος εκλογέας να δηλώσει εξαπατημένος και να ζητήσει δικαστική προστασία λέγοντας ότι ψήφισε Σπαρτιάτες και του βγήκε …. Κασιδιάρης; Κατά πόσον είναι δυνατόν ένα άλλο δικαστήριο να κρίνει μη νόμιμη τη συμμετοχή των «Σπαρτιατών» στις εκλογές, ερχόμενο σε αντίθεση με την απόφαση του Αρείου Πάγου (8/2023) που επέτρεψε τη συμμετοχή τους; Υπάρχει περίπτωση ένα νέο δικαστήριο να κρίνει αντισυνταγματικό το νόμο που ψήφισε η ΝΔ και να μην εξετάσει καν την πιθανή σχέση εξάρτησης και καθοδήγησης μεταξύ «Σπαρτιατών» και Κασιδιάρη; Και εάν ακυρωθεί η συμμετοχή του συγκεκριμένου κόμματος στις εκλογές τί γίνεται; Θα υπάρξουν επαναληπτικές εκλογές ή θα μοιραστούν οι έδρες του αναλογικά στα υπόλοιπα κόμματα; Και ποιος μπορεί να το αποφασίσει αυτό;
Στη χώρα μας – ευτυχώς – δεν έχουμε ανάλογο ιστορικό προηγούμενο. Συνεπώς, δεν υπάρχει «νομολογία», ώστε να μπορούμε με σχετική ασφάλεια να δώσουμε τεκμηριωμένες απαντήσεις. Τούτο διότι σε θεωρητικό επίπεδο είναι πάντοτε ευχερές να διατυπωθούν διαφορετικές απόψεις, ιδίως όταν ο νομοθέτης – όπως δυστυχώς συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση – δεν εκφράστηκε με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια.
Καταρχάς, να οριοθετήσουμε ποιος δύναται να κρίνει και ποιος μπορεί να ζητήσει τη σχετική κρίση. Ήδη από το Σύνταγμα του 1911 αρμόδια για την «εξέλεγξη» των εκλογών είναι αποκλειστικά η δικαστική εξουσία. Προ του 1911 τη σχετική αρμοδιότητα, στο πλαίσιο ενός θεωρητικού «αυτοελέγχου», είχε το ίδιο το κοινοβούλιο, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν τα αναγκαία δικαιοκρατικά εχέγγυα, καθώς η εκάστοτε πλειοψηφία επέβαλλε τη βούλησή της.
Σήμερα, αρμόδιο για το δικαστικό έλεγχο των εκλογών είναι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ) που στη συγκεκριμένη περίπτωση λειτουργεί ως Εκλογοδικείο. Σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ 2 του Συντάγματος συγκροτείται από του Προέδρους των ανώτατων δικαστηρίων (Άρειος Πάγος, ΣτΕ και Ελεγκτικό Συνέδριο), από τέσσερις αρεοπαγίτες και τέσσερεις συμβούλους της Επικράτειας που ορίζονται με κλήρωση κάθε δύο χρόνια. Στην αρμοδιότητά του είναι η εκδίκαση ενστάσεων κατά το άρθρο 58 του Συντάγματος. Ήδη στο άρθρο αυτό βρίσκουμε την πρώτη κακογραμμένη διάταξη, καθώς αναθέτει στο ΑΕΔ τον «έλεγχο και την εκδίκαση των βουλευτικών εκλογών….». Προφανώς, επειδή οι βουλευτικές εκλογές δεν καλούνται σε … δίκη το αληθές νόημα της διάταξης είναι ότι η αρμοδιότητα του ΑΕΔ είναι η εκδίκαση «διαφορών» που ανακύπτουν στο πλαίσιο βουλευτικών εκλογών που έχουν διεξαχθεί. Η ίδια διάταξη θέτει ως προϋπόθεση της εκδίκασης αυτής της διαφοράς την υποβολή «ένστασης». Συνεπώς, το ΑΕΔ δεν κρίνει αυτεπάγγελτα. Ωστόσο, δικαίωμα υποβολής ένστασης έχει τόσο υποψήφιος που συμμετείχε στις εκλογές όσο και απλός εκλογέας, αρκεί η διαφορά να έχει σχέση με την εκλογική περιφέρεια που ο ίδιος είναι εγγεγραμμένος.
Κατά την κρατούσα άποψη, στην αρμοδιότητα του ΑΕΔ δεν εντάσσονται μόνον διαφορές που προέκυψαν από την ημέρα των εκλογών (κύρια διαδικασία), αλλά από διάφορες διαδικαστικές πράξεις που εκκινούν από την προκήρυξη των εκλογών μέχρι και την ανακήρυξη των βουλευτών. Στο πλαίσιο αυτό, είναι θεωρητικά πιθανό το ΑΕΔ να έχει διαφορετική άποψη από τον Άρειο Πάγο, αναφορικά με τη συνταγματικότητα ή μη της διάταξης που αναφέρεται σε «υποκρυπτόμενες ηγεσίες εγκληματιών» και θέτει κώλυμα συμμετοχής στις εκλογές των συγκεκριμένων πολιτικών σχηματισμών εν συνόλω. Τούτο διότι ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων είναι υποχρέωση όλων των δικαστηρίων (άρθρο 93 παρ. 4 Συντάγματος), ενώ τυχόν αμφισβήτηση της απόφασης του Αρείου Πάγου, από τη στιγμή που εκδόθηκε κατά την προεκλογική περίοδο, δημιουργεί εκλογική διαφορά, η επίλυση της οποίας υπάγεται στη δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου (ad hoc ΑΕΔ 29/2010, ΣτΕ 1088/2023).
Έχοντας απαντήσει ήδη στα πέντε από τα επτά ερωτήματα που θέσαμε στην αρχή του παρόντος ας προσπαθήσουμε να απαντήσουμε και στα δύο τελευταία που ίσως είναι τα πλέον ακανθώδη. Μπορεί το ΑΕΔ να ακυρώσει τη συμμετοχή των «Σπαρτιατών» στις εκλογές; Εάν τούτο συμβεί οι έδρες τους μοιράζονται αναλογικά στα υπόλοιπα κόμματα ή πρέπει να διενεργηθούν εκ νέου εθνικές εκλογές;
Η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική, μολονότι έγκυρες πανεπιστημιακές φωνές – στο πλαίσιο, όμως, πολιτικής στράτευσης – προσπαθούν να επιχειρηματολογήσουν για το αντίθετο. Τούτο διότι οι διατάξεις του Συντάγματος ερμηνεύονται στενά. Εάν θέλαμε να προβάλουμε τα δικά μας θέλω στις ρητές διατάξεις του Συντάγματος τότε θα δημιουργούσαμε μια αφόρητη ανασφάλεια δικαίου. Το άρθρο 58 του Συντάγματος δεν αναφέρεται σε κώλυμα συμμετοχής κομμάτων σε εκλογές, αλλά στην παράνομη ανακήρυξη υποψήφιων βουλευτών. Και η σχετική αρμοδιότητα ελέγχου του ΑΕΔ είναι αποκλειστική και όχι ενδεικτική. Συνεπώς, εκ των υστέρων δυνατότητα ακύρωσης της συμμετοχής κόμματος στις εκλογές δεν προβλέπεται ούτε μπορεί στο πλαίσιο μιας διασταλτικής ερμηνείας να αποδοθεί στο πλαίσιο της δικαιοδοτικής κρίσης του ΑΕΔ. Σε κάθε περίπτωση, εάν φθάναμε – παραδόξως – σε μια τέτοια απόφαση του ΑΕΔ, είναι στην κρίση του τελευταίου εάν θα ζητήσει να επαναληφθούν εκλογές πανελλαδικά ή μόνον στις περιφέρειες που εξέλεξαν οι «Σπαρτιάτες» βουλευτές. Πάντως, διανομή των εδρών μεταξύ των λοιπών κομμάτων αναλογικά δεν μπορεί να συναχθεί από πουθενά. Αντιθέτως, έρχεται σε σαφή αντίθεση με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, καθώς υποκαθιστά την εκλογική τους προτίμηση.
Πέραν, όμως, της νομικής προσέγγισης του φαινομένου ας το εξετάσουμε και δικαιοπολιτικά. Οι θιασώτες της «μαχόμενης δημοκρατίας» δεν μπορεί να χαίρονται που στη Γερμανία (που πρώτη χρησιμοποίησε τέτοιες απαγορεύσεις) η ακροδεξιά σήμερα είναι δεύτερη δύναμη. Άλλωστε, στην ίδια χώρα πριν περίπου 70 έτη απαγορεύτηκαν το κομμουνιστικό και το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα με απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου. Το αποτέλεσμα ήταν να επανιδρυθούν με παραπλήσια ονομασία, μερικούς μήνες μετά. Και εκεί είχαν τους δικούς τους «Σπαρτιάτες».
Στο παρελθόν κατ’ επανάληψη είχαμε αρθρογραφήσει για την εσφαλμένη πολιτική επιλογή της νομικής απαγόρευσης των επιγόνων της «Χρυσής Αυγής». Πέραν της αλυσιτελούς προσέγγισης του ζητήματος σε νομικό επίπεδο, όπως εξ υπαρχής υποστηρίζαμε (κάτι που σήμερα αποδείχθηκε στην πράξη), το εκλογικό αποτέλεσμα καταδεικνύει ότι ο φασισμός δεν μπορεί να νικηθεί όταν πέσεις στο επίπεδό του. Με νομικές απαγορεύσεις και λεκτικά πυροτεχνήματα. Απαιτείται νίκη σε επίπεδο ιδεών, θέσεων και αντιλήψεων. Κάτι που απαιτεί ενημερωμένους και καλλιεργημένους πολίτες…