Γράφει ο Ανδρέας Σταλίδης
[Τα δεδομένα σε πίνακες και διαγράμματα ανανεώθηκαν τον Οκτώβριο του 2023 με τα oλοκληρωμένα στοιχεία του 2022. Το κείμενο παραμένει ως είχε το 2017 κατά την αρχική δημοσίευση για το δημογραφικό]
Ύψιστο ζήτημα μίας χώρας είναι η φυσική της υπόσταση, δηλαδή των πολιτών της. Το δημογραφικό είναι διαχρονικά το υπ’ αριθμόν ένα εθνικό θέμα για κάθε κράτος. Είναι κεφαλαιώδους σημασίας η δυναμική του πληθυσμιακού συσχετισμού με γείτονες, φίλους, συμμάχους και εχθρούς. Δυστυχώς δεν είναι σχήμα λόγου ότι η Ελλάς φαίνεται να αργοσβήνει. Είναι η οδυνηρή πραγματικότητα των δημογραφικών δεδομένων, τα οποία αν δεν ανατραπούν σύντομα, προμηνύουν ένα ζοφερό μέλλον.
Το δημογραφικό τα τελευταία 50 χρόνια.
Από το 1960 μέχρι σήμερα οι θάνατοι αυξάνονται με γραμμικό και προβλέψιμο ρυθμό περίπου 1000 επιπλέον ανά έτος. Οι γεννήσεις όμως διατρέχουν μία πορεία ανωμάλου δρόμου με αρκετές και ευδιάκριτες διακυμάνσεις, οι οποίες σχετίζονται και με τις εν γένει πολιτικές συνθήκες.
Την περίοδο 1961-1968 αυξανόταν σταθερά από 150 στις 163 χιλιάδες τον χρόνο, παρόλο που τότε υπήρξε και ένα μεταναστευτικό κύμα προς ευρωπαϊκές χώρες. Την περίοδο της δικτατορίας 1968-1973 μειωνόταν σταδιακά από τις 163 στις 137 χιλιάδες (πτώση 16% σε 7 χρόνια), ενώ αμέσως μετά σταθεροποιήθηκαν με μία ελαφρά ανάκαμψη ως τις 148 χιλιάδες το 1980.
Την περίοδο 1980-1989, δηλαδή κατά την ώσμωση του καταναλωτισμού και της αθεμελίωτης ευμάρειας της ελληνικής κοινωνίας μειωνόταν σταθερά από τις 148 στις 101 χιλιάδες (31% πτώση σε 9 χρόνια). Κατόπιν σταθεροποιήθηκαν στο εύρος 100-103 για περίπου 13 χρόνια ως το 2002.
Από τότε, υπήρξε μία ελαφρά αύξηση ως το 2009 και έφτασαν στις 118 χιλιάδες. Ίσως η αιτία να ήταν τα πρώτα κύματα μετανάστευσης της προηγούμενης αλλά και εκείνης της δεκαετίας. Το 2009 περάσαμε στην τρέχουσα φάση της οικονομικής κρίσης με ραγδαία πτώση των γεννήσεων προς τις 92 χιλιάδες (πτώση 21% σε 7 χρόνια) και η καθοδική πορεία να φαίνεται εκ πρώτης όψεως ασταμάτητη.
Το ζωτικής σημασίας εθνικό θέμα του δημογραφικού προβλήματος της Ελλάδος δεν φαίνεται να απασχολεί καμία ελληνική ηγεσία, ούτε την κοινή γνώμη. Ελάχιστες ήταν οι κινήσεις άμβλυνσης της υπογεννητικότητας, κυρίως θεσμικού χαρακτήρα. Μοναδική εξαίρεση, με έμπρακτα και αξιοθαύμαστα μάλιστα αποτελέσματα, ήταν το επίδομα της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1999 κατά την θητεία του Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου για το μηνιαίο επίδομα τρίτου παιδιού στη Θράκη μέχρι την ηλικία των 12 ετών.
Όπως μας πληροφορεί η Ελευθεροτυπία (26.2.2003), οι Χριστιανικές οικογένειες με τρία παιδιά ήταν μόλις 105 το 1999, αλλά σε λιγότερο από τέσσερα χρόνια οκταπλασιάστηκαν και ξεπέρασαν τις 800! Συνεπώς, είναι πράγματι δυνατόν να επιδράσει μία πολιτική ενίσχυσης των γεννήσεων σε κατάλληλες συνθήκες.
Επιπλέον επιβάρυνση στο δημογραφικό είναι ότι πάνω από 400 χιλιάδες Έλληνες της γονιμότερης δεκαετίας της ζωής τους (30-40 ετών) έχουν αποδημήσει στο εξωτερικό λόγω της οικονομικής κρίσης τα τελευταία χρόνια. Το τρέχον αυτό μεταναστευτικό κύμα αναβάλλει τις γεννήσεις, λειτουργεί ως εθνική αιμορραγία διότι ορισμένοι δεν θα επιστρέψουν εύκολα πίσω και τελικά μεγεθύνει το δημογραφικό πρόβλημα. Την ίδια ώρα, οι νεότεροι είναι απελπισμένοι για τις δικές τους οικογενειακές προοπτικές έχοντας να αντιμετωπίσουν το σοβαρότερο για τους ίδιους πρόβλημα της επιβίωσης.
Δυσοίωνες λοιπόν οι προοπτικές. Όποτε και σε όποιο βαθμό ξεπεραστεί η οικονομική κρίση, όσο καλά συγκροτημένη και αν είναι η συλλογική ιδιοπροσωπεία των Ελλήνων, ο κίνδυνος του δημογραφικού αφορά στην ίδια τη φυσική υπόσταση της χώρας. Το ελλειμματικό ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων είναι το μεγαλύτερο εθνικό θέμα.
Ετος | Γεννήσεις | Θάνατοι | ισοζύγιο γεννήσεων |
1960 | 157,239 | 60,563 | 96,676 |
1961 | 150,716 | 63,955 | 86,761 |
1962 | 152,297 | 66,554 | 85,743 |
1963 | 148,366 | 66,813 | 81,553 |
1964 | 153,221 | 69,429 | 83,792 |
1965 | 151,565 | 67,269 | 84,296 |
1966 | 154,708 | 67,912 | 86,796 |
1967 | 162,904 | 71,975 | 90,929 |
1968 | 160,406 | 73,309 | 87,097 |
1969 | 154,117 | 71,825 | 82,292 |
1970 | 144,986 | 74,009 | 70,977 |
1971 | 141,155 | 73,819 | 67,336 |
1972 | 140,916 | 76,859 | 64,057 |
1973 | 137,555 | 77,648 | 59,907 |
1974 | 144,096 | 76,303 | 67,793 |
1975 | 142,295 | 80,077 | 62,218 |
1976 | 146,582 | 81,818 | 64,764 |
1977 | 143,757 | 83,750 | 60,007 |
1978 | 146,604 | 81,615 | 64,989 |
1979 | 147,995 | 82,338 | 65,657 |
1980 | 148,147 | 87,282 | 60,865 |
1981 | 140,953 | 86,261 | 54,692 |
1982 | 137,296 | 86,345 | 50,951 |
1983 | 132,621 | 90,586 | 42,035 |
1984 | 125,742 | 88,397 | 37,345 |
1985 | 116,495 | 92,886 | 23,609 |
1986 | 112,823 | 91,783 | 21,040 |
1987 | 106,401 | 95,656 | 10,745 |
1988 | 107,561 | 92,407 | 15,154 |
1989 | 101,657 | 92,720 | 8,937 |
1990 | 102,251 | 94,152 | 8,099 |
1991 | 102,620 | 95,498 | 7,122 |
1992 | 104,081 | 98,231 | 5,850 |
1993 | 101,799 | 97,419 | 4,380 |
1994 | 103,763 | 97,807 | 5,956 |
1995 | 101,495 | 100,158 | 1,337 |
1996 | 100,718 | 100,740 | -22 |
1997 | 102,038 | 99,738 | 2,300 |
1998 | 100,894 | 102,668 | -1,774 |
1999 | 100,643 | 103,304 | -2,661 |
2000 | 103,267 | 105,219 | -1,952 |
2001 | 102,282 | 102,559 | -277 |
2002 | 103,569 | 103,915 | -346 |
2003 | 104,420 | 105,529 | -1,109 |
2004 | 105,655 | 104,942 | 713 |
2005 | 107,545 | 105,091 | 2,454 |
2006 | 112,042 | 105,476 | 6,566 |
2007 | 111,926 | 109,895 | 2,031 |
2008 | 118,302 | 107,979 | 10,323 |
2009 | 117,933 | 108,316 | 9,617 |
2010 | 114,766 | 109,084 | 5,682 |
2011 | 106,428 | 111,099 | -4,671 |
2012 | 100,371 | 116,668 | -16,297 |
2013 | 94,134 | 111,794 | -17,660 |
2014 | 92,149 | 113,740 | -21,591 |
2015 | 91,847 | 121,212 | -29,365 |
2016 | 92,898 | 118,792 | -25,894 |
2017 | 88,553 | 124,501 | -35,948 |
2018 | 86,440 | 120,296 | -33,856 |
2019 | 83,763 | 124,954 | -41,191 |
2020 | 84,767 | 131,084 | -46,317 |
2021 | 85,346 | 143,919 | -58,573 |
2022 | 76,541 | 140,801 | -64,260 |
Σημειώσεις και ανανέωση πινάκων και δεδομένων
- Τα στοιχεία προέρχονται από την Eurostat ως το 2015. Το 2016 από εδώ και το 2017 από εδώ
- Στοιχεία 2018-2020 από εδώ
- Στοιχεία του 2021 από την απογραφή εδώ
Επιπλέον στοιχεία (προσθήκη στις 4 Ιανουαρίου 2023)
Οι κάτοικοι της Ελλάδας κατά τις δύο τελευταίες απογραφές ήταν οι εξής
- Απογραφή 2011 – 10,815,197
- Απογραφή 2021 – 10,432,481
Οι νόμιμοι κάτοικοι κατά την απογραφή του 2021, δηλαδή οι έχοντες ελληνική υπηκοότητα (άρα οι εγγεγραμμένοι στα δημοτολόγια) ήταν 9,716,889.
‘Έτσι, η διαφορά για το 2021 είναι 715,592 άτομα που κατοικούν στην Ελλάδα χωρίς να έχουν αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα.
Από την απογραφή του 2021 και τις μετακινήσεις πληθυσμών, προκύπτουν και οι εξής αλλαγές στις έδρες του Κοινοβουλίου
Κερδίζουν έδρες:
- Δύο έδρες Ανατολική Αττική
- Δυτικός τομέας Β Αθηνών
- Βόρειος τομέας Β Αθηνών
- Νότιος Τομέας Β Αθηνών
- Α Θεσσαλονίκης
Χάνουν μία έδρα
- Κοζάνη
- Καστοριά
- Σέρρες
- Μαγνησία
- Άρτα
- Θεσπρωτία
- Φθιώτιδα
- Α Πειραιά
- Α Αθηνών
Το συνολικό αποτέλεσμα είναι -3 έδρες, οι οποίες προστίθενται στην Επικράτεια, οι οποίες από 12 γίνονται 15.
Βλέπουμε λοιπόν ότι στην Αττική συνολικά προστίθενται 3 έδρες (+5-2) και στη Θεσσαλονίκη 1 έδρα, ενώ η επαρχία συνολικά χάνει 7 έδρες, εκ των οποίων 3 από τη Μακεδονία.
Συνεπώς, η τάση αποκέντρωσης που ορισμένοι διαπίστωναν λόγω της οικονομικής κρίσης δεν επαληθεύθηκε.
Συμπεράσματα
Οι άνθρωποι συνεχίζουν να κινούνται
- από την επαρχία προς τα αστικά κέντρα,
- από το βορρά προς το νότο (δηλαδή στην Αττική),
- από την Ελλάδα προς το εξωτερικό (μείωση πληθυσμού),
- οι θάνατοι να υπερτερούν σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό των γεννήσεων (ολοένα και διογκωμένο αρνητικό ισοζύγιο)
- από φτωχές χώρες άλλων ηπείρων προς την Ελλάδα με διογκωμένο αριθμό κατοίκων που δεν έχουν ελληνική υπηκοότητα
Γράφει ο Ανδρέας Σταλίδης