του Βασίλη Ευστρ.Ναζλή
Πολύ μικρός ένα Οκτώβριο πήγαμε στο χωριό καταγωγής των γονέων μου, εκεί όπου 11 μηνών ο πατέρας μου εγκαταστάθηκε μετά την μικρασιατική έξοδο με την οικογένεια του και γεννήθηκε η μητέρα μου και μεγάλωσαν εκεί και οι δύο, στην Πλατανιά Δράμας ένα κεφαλοχώρι θα έλεγα σε σχέση με τα άλλα μικρά γύρω χωριά και οικισμούς.
Έγινε ένας χαμός με την επίσκεψη μας, γιατί οι συγγενείς μου και από τις δύο πλευρές ήταν πολλοί και όλοι ερχόταν στο σπίτι του παππού Παναγιώτη Καλλιοντζή όπου εγκατασταθήκαμε ,να μας γνωρίσουν.Το σπίτι ήταν τεράστιο με υπόγειο, ημιόροφο όπου βρισκόταν μία τεράστια κουζίνα και πίσω αποθήκες όπου αποθηκεύαν τα σιτάρια, τα άλευρα, τα καλαμπόκια, τους ξηρούς καρπούς αμύγδα-λα, καρύδια, φουντούκια, κρασιά και τσίπουρα, τραχανάδες, γιουφ-κάδες και κάθε παρασκευαζόμενο τρόφιμο για τις εποχικές ανάγ-κες της οικογένειας.
Στον α και β. όροφο είχε 3 δωμάτια στην μία πλευρά και 3 στην άλλη με ένα τεράστιο χαγιάτι στο κέντρο και ένα εξίσου μεγάλο τζάκι για τις θερμαντικές ανάγκες. Στο χαγιάτι αυτό, ολόκληρο τον χειμώνα σύσσωμη η μεγάλη οικογένεια του Παναγιώτη Καλλιοντζή περνούσε τις παραγωγικές της ώρες μόλις έπεφτε το σκοτάδι.
Εκεί συγκεντωνόταν όλοι μετά την επιστροφή των ανδρών από τις εξωτερικές αγροτικές εργασίες, δειπνούσαν και αρχίζαν να πασταλιάζουν τον αποξηραμένο καπνό και να τον τοποθετούν σε ειδικές λωρίδες από λινάτσες, μέχρι σχεδόν τα ξημερώματα .Εκεί τα μικρά συνήθως κοιμόταν στρωματσάδα και οι μεγάλοι πασταλιάζαν συνέχεια, για-τί ΄ήταν άμεση η ανάγκη να πάρουν τα φύλλα του καπνού την οριστική εμπορική τους μορφή.
Για τους ανίδεους όπως και εγώ τότε, το παστάλιασμα ήταν μία κουραστική εργασία, γιατί κάθε αποξηραμένο φύλλο καπνού περνούσε από τα χέρια τους. Καθήμενοι σταυροπόδι απλώναν μία λινάτσα στο γόνατο,έπαιρναν το φύλλο και το ισιώναν και μαζί με άλλα τα τοποθετού-σαν σε ένα ξύλινο τετράγωνο τελάρο και στην συνέχεια όταν γέμιζε, τυλίγαν γύρω γύρω τα φύλλα καπνού με λωρίδες 20 εκ. από λινάτσα τα σφιχτοδέναν και τα έραβαν στις άκρες για να είναι σταθερό το δέμα.Το δέμα αυτό ήταν πλέον έτοιμο για τον έμπορο και το πήγαιναν στο χώρο αποθήκευσης, που ήταν χώρος σκοτεινός χωρίς υγρασία και περίμενε τον εκτιμητή και τον μεσίτη για αγορά.Κάθε βράδυ στο νυχτέρι αυτό εργασίας, γινόταν ένα πανηγύρι, μιά γιορτή σε κάθε σπίτι Ανέκδοτα, ιστορίες, γέλια, χαρά, αλλά και….ΛΥΠΗ, γιατί μετά τα γέλια θυμόταν την ΠΑΤΡΙΔΑ, όλα εκείνα τα όμορφα, τα πλούτια τους, τα σπίτια τους, τα εύφορα κτήματα τους, τα ζωντανά τους, τα πάντα!!Θυμόταν και όλους τους πεθαμένους τους που αφήσαν πίσω, τους Αγίους της Πίστης και τους Εθνοϊερομάρτυρες τους μαρμαρωμένους βασιλιάδες τους.
Τότε αρχίζαν τα μοιρολόγια και τις ψαλμωδίες για τα ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΑ ΕΔΑΦΗ και έκλαιγαν, έκλαιγαν μικροί και μεγάλοι. ΟΙ μεγάλοι για όσα ήξεραν, είχαν και έχασαν και οι μικροί …για ότι δεν ήξεραν, δεν είδαν δεν…απόλαυσαν.!!!!
Ο φωτισμός του χώρου γινόταν με γκαζόλαμπες τότε, καίτοι ήταν σχετικά καλός δεν έχει καμμιά σχέση με τον σημερινό άπλετο που όλοι γνωρίζουμε και απολαμβάνουμε. Οι φλόγες από τις λάμπες φωτίζαν τρεμοπαίζοντας και δημιουργούσαν διάφορες σκιές στους ασβεστοβαμμένους τοίχους.Μετά από τον σωματικό κάματο, από την συνεχή χειρωνακτική εργασία και την έξαρση των συναισθημάτων με όλα τα βιωμένα παρελθόντα στην ΠΑΤΡΙΔΑ, η κούραση έκανε βαριά τα βλέφαρα, και όλοι αποσυρόταν για ένα λυτρωτικό ύπνο ξεκούρασης σώματος και ψυχής!
Στον χώρο επεξεργασίας του καπνού η μυρωδιά ήταν έντονη, αλ-λά η προσδοκία της καλής χρηματικής ανταπόδοσης έδιωχνε τα πάντα!!Ο χώρος επεξεργασίας ήταν πολλές φορές σημείο συναντήσεων συγγενών και φίλων που στον ίδιο χώρο μονιασμένοι δουλευάν τον καπνό τους και κάναν τα γειτόνια.
Εκεί σε λίγες μόνο μέρες είδα και κατάλαβα έστω και μικρός την έντονη και συνεχή εργασία για την καλλιέργεια του καπνού. Εκεί είδα τις αγωνίες των παραγωγών όταν ερχόταν οι εκτιμητές και οι μεσίτες των καπνικών εταιρειών, μήπως βγάλουν μειονεκτική την παραγωγή και εισπράξουν λιγότερα και δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές τους ανάγκες.
Εκεί άκουσα σε τέτοια περίπτωση να λένε “φέτος θα ψωμολισάσουμε”,γιατί τα χρήματα θα ήταν λίγα.Εκεί είδα να ζουν σε πελάγη ευτυχίας όταν η παραγωγή ήταν καλή και η τιμή η επιθυμητή.
Εκεί τα είδα όλα και έφυγα σοφότερος και με άμεση γνώση των κόπων ,των αγωνιών, των σωματικών προσπαθειών των αγροτών, που τα πάντα τα εναπόθεταν στην μητέρα φύση, στις διαθέσεις των εμπόρων και στην πρόνοια του …Θεού.
Σε άλλη ευκαιρία θα αναφερθούμε στο ΚΑΠΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ,που κύρια ήταν πρόβλημα του μεγάλου όγκου των Μικρασιατών προσφύγων που επιδόθηκαν στην καλλιέργεια του καπνού, ευ-θύς ως εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα.