Παρασκευή….21 Απριλίου 1967, μαθητής τότε του εξατάξιου γυμνασίου, ξύπνησα πρωί για να ετοιμαστώ για να πάω στο Γυμνάσιων Αρρένων Δράμας. Ο πατέρας μου, λίγο πιο μπροστά ξυπνητός, προσπαθούσε να πιάσει στο ραδιόφωνο τον Ραδιοφωνικό Σταθμό, να ακούσει τις πρωινές ειδήσεις όπως έκανε κάθε μέρα στις 07.00. Ακουγόταν συνέχεια εμβατήρια και μου είπε ότι σίγουρα κάτι συμβαίνει και δεν εκφωνούν ειδήσεις.
Ετοιμάστηκα και ξεκίνησα για το γυμνάσιό μου. Διασχίζοντας τους δρόμους συνάντησα αραιή κίνηση κόσμου, τα μαγαζιά ήταν ακόμη κλειστά, αλλά υπήρχε συχνή κίνηση στρατιωτικών οχημάτων με αξιωματικούς και στρατιώτες με πλήρη στρατιωτική εξάρτηση και οπλισμό. Περνώντας από την πολυκατοικία, όπου στεγαζόταν η τότε Νομαρχία, είδα μπροστά στις δύο εισόδους σταθμευμένα δύο τζιπ με Εσατζήδες, με πολλούς στρατιώτες και βαθμοφόρους. Κοντοστάθηκα από περιέργεια, αλλά ένας βλοσυρός κληρωτός υποδεκανέας μου έκανε νόημα να φύγω. Διασχίζοντας την κεντρική πλατεία Ελευθερίας, είδα την ίδια εικόνα και εκεί μπροστά στην Δημαρχεία. Εκείνη την ώρα ανέβαινε τα σκαλιά της ο συνάδελφος και φίλος του πατέρα μου, Γιώργος Λευκελίδης. Τον ρώτησα τι συμβαίνει, αλλά δεν μου είπε τίποτε γιατί υπήρχαν μπροστά στρατιώτες και μου είπε “να πας στο Γυμνάσιο και εκεί θα μάθεις”. Στο προαύλιο του Γυμνασίου μας επικρατούσε ένας βουβός αναβρασμός μεταξύ των μαθητών και βλέπαμε το μούδιασμα των καθηγητών μας. Στην κεντρική είσοδο εκείνη την ώρα, ήρθε ένα στρατιωτικό όχημα και κατέβηκε ένας λοχαγός των ΛΟΚ, που πήγε αμέσως στο γραφείο του γυμνασιάρχη μας Κωνσταντίνου Κουτρούμπα. Μετά από λίγη ώρα παραμονής στο γραφείο,αναχώρησε. Σε λίγο ο επιστάτης Γιώργος κτύπησε του κουδούνι.
Συγκεντρωθήκαμε στο προαύλιο, όπως γινόταν κάθε πρωί, με όλους τους καθηγητές μας, κάναμε την καθιερωμένη πρωινή προσευχή και ο γυμνασιάρχης μας είπε να μπούμε στις αίθουσες και εκεί θα μας ενημέρωναν οι διδάσκοντες καθηγητές της ώρας. Μπήκαμε στις τάξεις, οι απουσιολόγοι πήραν απουσίες και μετά από μικρή καθυστέρηση ήρθε ο θεολόγος μας Θανάσης Κιρμιζής. Περιμέναμε με αγωνία να τον ακούσουμε. Με σοβαρό ύφος, ως απαιτούσαν οι στιγμές, μας είπε ότι ο στρατός επενέβη, κατάργησε την κυβέρνηση και κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο στην χώρα. Από την στιγμή εκείνη διακόπτονται τα μαθήματα μέχρι νεωτέρας διαταγής και να φύγουμε με τάξη για τα σπίτια μας και όσοι ερχόταν από τα χωριά τους να αναχωρήσουν γι’ αυτά. Φύγαμε όλοι κατά μικρές παρέες, χωρίς να ξέρουμε ή να μπορούμε να προσδιορίσουμε τι συνέβη. Στο δρόμο της επιστροφής μας, ήδη αναπτύχθηκαν στρατιωτικές περιπολίες με στρατιώτες υπό βαθμοφόρο και υπήρχαν σκοπιές σε όλα τα δημόσια κτίρια και οι περιπολίες αναπτύχθηκαν σε όλη την πόλη. Περνώντας από το Δημαρχείο, είδαμε τον τότε δήμαρχο Ανδρέα Νικηφορίδη, παιδίατρο, με συνοδεία αξιωματικού των ΛΟΚ, να μπαίνουν σε στρατιωτικό τζιπ. Μέχρι να φτάσουμε στην Νομαρχία, που ήταν κοντά, είδαμε στην είσοδο της να περιμένει ο τότε Νομάρχης Δερμιτζάκης Στυλιανός, ο κρητικός που λέγαμε. Κοντοσταθήκαμε και είδαμε να επιβιβάζεται στο ίδιο όχημα με τον Δήμαρχο με κατεύθυνση το οίκημα του Συντάγματος, που ήταν στην βόρεια πλευρά της πόλης.
Πήγαμε σπίτι και εκεί μας είπαν οι μάνες μας τι συνέβη και όταν το μεσημέρι γύρισε ο πατέρας μου από την υπηρεσία του μας είπε ότι ο στρατός συνέλαβε όλη την κυβέρνηση Κανελλόπουλου, όλους τους βουλευτές και πολιτικούς και κήρυξε τον στρατιωτικό νόμο με απαγόρευση κυκλοφορίας.
Δύο μέρες παραμείναμε στα σπίτια μας και εκεί μαθαίναμε για κάποιες συλλήψεις γνωστών μας και οι μεταφορά τους σε στρατόπεδα. Παιδιά τότε είμαστε κυριολεκτικά αμαθείς περί τα πολιτικά πράγματα, γνωρίζοντας ελάχιστα, όμως ξέραμε τις πολιτικές αντιλήψεις των πατεράδων μας. Γνώστες ήταν μόνο οι συμμαθητές μας που ήταν στρατευμένοι!!! Βγαίνοντας στη γειτονιά, καίτοι υπήρχε έλεγχος με περιπολίες την ημέρα και αυξημένες την νύχτα, αρχίσαμε το ομαδικό παιχνίδι σε ένα χώρο όπου συγκεντρωνόμασταν, το “Πολυτεχνείο”, παίζαμε τα παιχνίδια μας.
Το δίτερμα, ποδόσφαιρο με τέρματα, που κάναμε από πέτρες, όπου έδινε και έπαιρνε ο συνεχής αγώνας, με ουρανομήκεις ζητωκραυγές, που ξεσήκωναν την γειτονιά σε κάθε γκολ που πετύχαιναν οι αντίπαλες ομάδες. Κάποια στιγμή σε μία ένταση του αγώνα εμφανίστηκε στρατιωτική ένοπλη περίπολος 4 ατόμων υπό έφεδρο λοχία. Παγώσαμε και σταματήσαμε τον αγώνα! Τότε δύο από τους στρατιώτες, απόθεσαν τα όπλα και τις παλάσκες και άρχισαν να “παίζουν” με την μπάλα με τα πόδια και κεφάλι σε μία καλλιτεχνική και αριστοτεχνική “μεταχείριση” της, καίτοι οι σκληρές αρβύλες δεν προσφερόταν. Όλη η τσακαλοπαρέα “επαθε”και άρχισε τις ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα. Ξαφνικά παγώσαμε με μία βροντερή φωνή “άλτ τι κάνετε εκεί, θα σας δείξω εγώ”. Στήλη άλατος οι στρατιώτες!! Ήταν ο γείτονάς μας, μόνιμος επιλοχίας Παναγιώτης, αγνώστων λοιπών στοιχείων, που πριν λίγους μήνες ήρθε ως ενοικιαστής στο σπίτι των Κασμερίδη, αλλά δεν μιλούσε σε κανέναν και πάντα βλοσυρός περνούσε τους δρόμους. ΟΙ στρατιώτες ζώστηκαν τα φυσεγκλίκια τους και συνέχισαν την υπηρεσία τους σε μία αναταραχή, γιατί δεν ήξεραν τις τυχόν επιπτώσεις για την συμπεριφορά τους. Παιδιά ήταν και αυτοί, άσχετα αν ήταν πάνοπλοι, παιδιά και εμείς, μικρότεροι μεν, αλλά συνυπήρξαμε στην παιδική διάθεση για παιχνίδι …εκείνοι με όπλα… και εμείς με μία λαστιχένια μπάλα, …βάζαμε γκόλ …στις στιγμές!!! Επιστρέψαμε στα μαθήματα την 8η Μαϊου. Ο γυμνασιάρχης μας μάς έβγαλε ένα λόγο για τα γεγονότα και μετά λίγες ημέρες παύθηκε. Την ίδια μέρα αντικαταστάθηκε ο νομάρχης και σε λίγες ημέρες ο δήμαρχος.