Από το αρχείο του Γιώργου Νάτση
Ο πατήρ Διονύσιος γεννήθηκε το 1889 στο Χαμψίκιοϊ της Τραπεζούντας από ευσεβείς γεωργούς γονείς, τον Αμάραντο και τη Λεμονιά. Μεγάλωσε σε πολυμελή ενάρετη οικογένεια. Ένας από τα εξαδέλφια του σπούδασε ιατρική. Οι θείοι του παππού του ήταν ιερομόναχοι κληρικοί. Ο Κήδωρος ήταν ηγούμενος της ιεράς Μονής του Τιμίου Προδρόμου του Βαζελώνος.
Ο Διονύσιος φοίτησε στο Σχολαρχείο του χωριού του στο Χαμσίκιοι. Από μικρός είχε κλίση προς την ιεροσύνη. Οι συγχωριανοί του πρότειναν ομόφωνα να γίνει ιερέας στο χωριό τους. Για να προετοιμασθεί στο λειτούργημα αυτό πήγε στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου του Βαζελώνος και μαθήτευσε πλησίον του ηγουμένου θείου του Κηδώρου. Προσελκύσθηκε τόσο πολύ από τη μοναστική ζωή ώστε παρέμεινε κοντά στους θείους του ως μοναχός διακρινόμενος για το ζήλο του, την αρετή του και την πνευματική του καλλιέργεια.
Ο μητροπολίτης Ροδοπόλεως εκτίμησε τα προσόντα του και τον χειροτόνησε διάκονο το 1910. Το 1912 κλήθηκε στην Τραπεζούντα, ως διάκονος της μητροπόλεως. Παρέμεινε στη θέση αυτή το διάστημα που απουσίαζε ο μητροπολίτης Κωνσταντίνος, ως συνοδικός στο οικουμενικό πατριαρχείο και αρχιερατικός αντιπρόσωπος ήταν ο πνευματικός του, Πανάρετος. Με άδεια του τσάρου της Ρωσίας, στάλθηκε για έρανο υπέρ της Μονής Βαζελώνος στα μέρη του Καυκάσου και της Κριμαίας. Γύρισε μόνος του σε 78 χωριά του Βατούμ της Τυφλίδος και του Κάρς.
Το 1914 επανήλθε στο μοναστήρι του, αλλά λόγω του πολέμου και της προελάσεως των Ρώσων, οι Τούρκοι τον απήλασαν στην Αργυρούπολη. Όταν επέστρεψε στο μοναστήρι χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον μητροπολίτη Κύριλλο. Τον έδιωξαν για πάντα απ’αυτό το 1922, διότι αντιστεκόταν γενναίως στις επιθέσεις των Τουρκομιτατζήδων που ήθελαν να το λεηλατήσουν. Από τότε μετανάστευσε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου στο Καλαπότι του Πανοράματος Δράμας. Έφερε μαζί του ως πολύτιμο κειμήλιο την εικόνα του Τιμίου Προδρόμου.
Τον ζητούσαν οι συγχωριανοί του στον ΄Αγιο Δημήτριο Κοζάνης, ως ιερέα του νέου χωριού τους, αλλά παρέμεινε στη Δράμα πλησίον του πνευματικού πατρός του Παναρέτου. ΄Εγινε ηγούμενος της ιεράς Μονής Αγίου Δημητρίου και υπηρέτησε σ’αυτήν με πολύ ζήλο και αυτοθυσία είκοσι (20) ολόκληρα χρόνια.
Διακρίθηκε για την εθνική του προσφορά. Στο παρακείμενο στρατόπεδο Καλαποτίου Δράμας προμήθευε δωρεάν το γάλα στο στρατό και ό,τι άλλο είχε το μοναστήρι. Συμπαραστάθηκε στους στρατιώτες στον Ελληνογερμανικό πόλεμο και φρόντισε για την ταφή και μετά για την ανακομιδή των φονευθέντων. Ψυχή γεμάτη αγάπη και καλοσύνη. Υπήρξε πραγματικός πνευματικός πατέρας πολλών στρατιωτών.
Οι Βούλγαροι μόλις έφθασαν στη Δράμα το 1941 τον έδιωξαν από το μοναστήρι. Κατέφυγε στο Βασιλούδι του Λαγκαδά και παρέμεινε εκεί, ως εφημέριος του χωριού μέχρι της απελευθερώσεως το 1945. Μετά επανήλθε στην ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου Δράμας, αλλά λόγω ελλείψεως ιερέων στα χωριά τοποθετήθηκε από τη μητρόπολη, ως εφημέριος στην ενορία του ναού Αγίας Τριάδος Προσοτσάνης.
Το 1950 επέστρεψε στην ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου, αλλά μετά την ένωση των Μητροπόλεως Ζιχνών και Νευροκοπίου ο Μητροπολίτης αυτής, Αγαθάγγελος Τσιαούσης, τον διόρισε ηγούμενο στην ιερά Μονή της Αγίας Τριάδος Τούμπας. Μετέφερε μαζί του και την ιερά εικόνα του Τιμίου Προδρόμου της Μονής Βαζελώνος, αλλά οι εγκατασταθέντες στον ΄Αγιο Δημήτριο Κοζάνης συγχωριανοί, του έστειλαν επιτροπή και του την ζήτησαν για το ναό του χωριού του. Ευχαρίστως την προσέφερε και έκτοτε φυλάγεται όπως και η εικόνα της Παναγίας Σουμελά, ως παρακαταθήκη διασωθείσα από τον Πόντο δια χειρών πατρός Διονυσίου στον ομώνυμο ναό του χωριού τους. Επίσης τότε παρέδωσε στο Μουσείο Σερρών και μια ανάγλυφη σε μάρμαρο παράσταση του Αγίου Δημητρίου εφίππου.
Ο πατήρ Διονύσιος δεν ήταν ένας συνηθισμένος ηγούμενος αλλά ένας αφανής ήρωας, ένας γενναίος ακατάβλητος επίλεκτος λευίτης της Oρθόδοξης Εκκλησίας. Εφήρμοσε τη ρήση του κυρίου «ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων». Έδωσε ολόκληρη τη ζωή του στο ιερό καθήκον, στο ύψιστο λειτούργημα της ιεροσύνης και της αγάπης προς τον πλησίον.
Αγαπούσε και συμπονούσε ειλικρινά τους συνανθρώπους του, το ποίμνιό του, συμμεριζόμενος μέχρι θυσίας τον πόνο και την λύπη αυτών. ΄Ηταν στοργικός πνευματικός πατέρας σε κάθε πεπτωκότα στην αμαρτία άνθρωπο και σαν άλλος Ευαγγελιστής Ιωάννης μέχρι το 88ο έτος της ηλικίας του δίδασκε έμπρακτα σ’όλους την αγάπη.
Φιλόξενος, αφιλοχρήματος και πρόθυμος να εξυπηρετεί όλο το ποίμνιο της ενορίας του και όλους τους προσκυνητές του Μοναστηριού. Δεν ήταν άνθρωπος των λόγων αλλά των έργων, της δράσεως, της θυσίας. Δίδασκε με το παράδειγμα της εργατικότητας, της πραότητας, της καλοσύνης, της ταπείνωσης, της αφιλαργυρίας και ιδιαίτερα με την αγιότητα του βίου του.
΄Οσοι τον γνώρισαν κι έζησαν κοντά του διέκριναν τις αρετές του διότι πραγματικά έζησε αδιάβλητος, προσεκτικός, συνετός ευπρεπής, φιλόξενος, καλός διδάσκαλος κυρίως με το παράδειγμά του, επιεικής, πράος, ειρηνικός, αφιλοχρήματος, με καλή φήμη όλα τα χρόνια της ζωής του. Εξήντα επτά (67) χρόνια ανελλιπώς υπηρέτησε το θυσιαστήριο της ΄Αγίας Τράπεζας. Ήταν ολόψυχα αφιερωμένος στο λειτούργημα της ιεροσύνης. Νοερά πάντοτε προσευχόταν. Προσευχόταν και για όλους και για όλα τα προβλήματα των πνευματικών του παιδιών. Σαγήνευε τις ψυχές αυτών στη μετάνοια και την ορθόδοξη πίστη. Ενέπνεε, ενθουσίαζε, μετέδιδε την αισιοδοξία του, την ελπίδα του και την αγάπη του στο Θεό. Όλοι γύρω του τον σέβονταν, τον υπάκουαν με εμπιστοσύνη και ήταν πρόθυμοι να εφαρμόσουν τα μηνύματά του. Με το παράδειγμά του υπήρξε το πνευματικό φώς και το άλας του περιβάλλοντός του. Βοηθούσε οικονομικά τους έχοντας ανάγκη και ιδιαίτερα τους φτωχούς μαθητές για να σπουδάσουν. Θησαύριζε στον ουρανό και όχι στη γή. Πέθανε ανάργυρος.
Το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος, επί των ημερών του, έγινε μια κυψέλη εργατικότητας, ένα πνευματικό ορθόδοξο κέντρο με πρωτοπόρο τον ίδιο. Εργαζόταν νυχθημερόν σε όλες τις δουλειές του μοναστηριού και πέραν του 80στού έτους της ηλικίας του. Το διαιτολόγιο του ήταν λιτό, λαχανικά και όσπρια. ΄Εκανε αυστηρή οικονομία και διέθετε όλο το μισθό του, από εφημέριος της ενορίας του χωριού που ήταν, για την ανασυγκρότηση του μοναστηριού. Τα ιδιόγραφα πρακτικά της ηγουμενίας του σώζονται όλα και είναι τα μοναδικά στο είδος τους στην ιστορία του Μοναστηριού. Διακρίνονται για την διαφάνειά τους, την απόλυτη νομιμότητά τους και την λεπτομέρειά τους μέχρι δραχμής.
Αγωνίστηκε σε όλη τη ζωή του με όλες τις δυνάμεις του, έζησε έντιμα και ευσυνείδητα. Του επιτρέπετο να επαναλάβει προ του θανάτου του τη φράση του Αποστόλου Παύλου «Τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν αποκειταί μοι ο η της δικαιοσύνης στέφανος, όν αποδώσοι μοι ο Κύριος έν εκείνη τη ημέρα ο δίκαιος κριτής».
Το κουρασμένο του σώμα εξαντλήθηκε από το γήρας και στις 12-11-1977 παρέδωσε ήρεμα το πνεύμα του στο Κύριο. Πλήθος πιστών από πολλά μέρη κατέκλυσε το μοναστήρι την ώρα της κηδείας του που τελέσθηκε στο ναό της Αγίας Τριάδος Τούμπας. Στη κηδεία του παρέστη ο Μητροπολίτης Σερρών και Νιγρίτης Κωνσταντίνος, λόγω της απουσίας του Μητροπολίτου Ζιχνών και Νευροκοπίου. Με πόνο και δάκρυα εξεφώνισε ο μετέπειτα και σημερινός ηγούμενος της Μονής Αγίας Τριάδος Τούμπας π.Δαμιανός Κιορπές τον ύστατο χαιρετισμό.
Η βιογραφία του Ηγούμενου παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Πανοράματος Δράμας “Το Καλαπότι” στον ιστοχώρο του συλλόγου http://panorama-kalapoti.gr/.